«Όλην την νύκτα επάλαιον μεταξύ του πάθους μου διά εσάς, και της συνειδήσεως του καθήκοντος. Και τελικώς υπερίσχυσεν το πάθος και έλαβον την επώδυνον αλλά μοιραίαν απόφασιν. Διά χάριν σας θα γίνω επίορκος και θα εγκαταλείψω μίαν επιτυχή εισαγγελικήν σταδιοδρομίαν, δύο προσφιλή τέκνα και έναν άμεμπτον σύζυγον.»
«Μήπως εαν επανεξετάσητε το ζήτημα...»
«Όχι, όχι .. Η απόφασίς μου είναι οριστική και αμετάκλητος. Ακούσατε .. Θα σας φυγαδεύσω εκ της φυλακής και θα αποτελέσωμεν ζεύγος παράνομον, καταζητούμενον και καταδιωκόμενον υπό των αρχών. Ναι; Ναι!
»Θα ζήσωμεν εις την παρανομίαν ως φυγάδες... Θα είμεθα βιαιοπαθείς, αιχμάλωτοι του πάθους... Ω, ναι! Τας ημέρας θα διαπράττωμεν ληστείας τραπεζών και άλλα συναφή κακουργήματα τρίτου βαθμού, ενώ τας νύκτας θα παραδιδόμεθα ασυγκράτητοι εις ακραίας ηδονάς επι ρυπαρών σινδονίων αθλίων επαρχιακών ξενοδοχείων .. Και βεβαίως θα βάψωμεν τας χείρας μας εις το αίμα. Θα διαπράξωμεν πολλούς φόνους, πάρα πολλούς... Θα σκορπίζωμεν τα χρήματα τα οποία θα αποκομίζωμεν εκ των ληστειών διάγοντες πολυτελή και προκλητικόν βίον... Θα παρεκτραπώμεν εις όργια. Ναι, ναι· με έμφασιν εις τα κτηνώδη όργια ..
»Εν τέλει θα με εξωθήσητε εις την πορνείαν· αχ, ναι, θα εκπληρωθή επιτέλους το όνειρόν μου να γίνω καθημαξευμένον γύναιον κατωτάτης υποστάθμης – κόφα κοινώς, ίσως μάλιστα και παλιοσκρόφα! Και σας παρακαλώ, μη μου το αρνηθήτε· θα είσθε ο πορνοβοσκός μου – ο μπεζεβέγκης μου, θα με υβρίζητε σκαιώς: ‘πόρνη δικαιοσύνη, χαμαιτύπη!’ και άλλα τοιαύτα παρεμφερή εις τα οποία αρέσκομαι. Θα με εξευτελίζητε, θα μου αποσπάτε τα χρήματα της αμαρτίας, θα με δέρετε ασυγκίνητος, θα σας φοβούμαι και θα είμαι δούλη σας. Αχ, θα περάσωμεν ωραία, τι ωραία! Επλάσθην δια την παρανομίαν και την ταπείνωσιν! Θα εκτροχιασθώμεν, αγάπη μου· θα εξοκείλωμεν, θα αποχαλινωθώμεν... Μμμ, δαιμονισμένε μου εραστά· διατί σιωπάτε, δεν ευρίσκετε υπέροχον το μέλλον μας;!»
Η γυνή παρελήρη έως παροξυσμού· εμαίνετο υπό βιαίων, σκοτεινών παθών· δεν είχεν συνείδησιν του τι έλεγεν.
«Με τρομάζετε, madame ..»
«Κολασμένη μου αγάπη, καταχθόνιέ μου τύπε! Θα περιπέσωμεν εις πάσαν αμαρτίαν και ανηθικότητα, θα γίνωμεν οι αισχρότεροι των αισχροτέρων, οι αχρειότεροι των αχρειοτέρων, έως ότου...»
«Έως ότου;»
«Έως ότου μίαν εσπέραν κατά την δύσιν του ηλίου, τα οπλοπολυβόλα της αστυνομίας θα θερίσουν τα πτωχά μας σώματα, τα οποία όμως προηγουμένως θα έχουν προλάβει να δρέψουν όλας τας ηδονάς! Λοιπόν; Δεν είναι συναρπαστικόν;»
Η γυνή ήτο τελείως παράφρων. Είχον απωλέσει πάσαν ελπίδα ότι θα ετύγχανον αμερολήπτου δίκης και ότι θα ηθωούμην... Δεν ήλπιζον πλέον εις την δικαιοσύνην.
«Λυπούμαι, αλλά προτιμώ την ασφάλειαν των φυλακών,» είπα.