Mερικά χρόνια πριν μου έκανε εντύπωση ένα ποίημα του Robert Frost. Ο Frost καθόταν στην αυλή του σπιτιού του και έγραφε κάτω από το φως του ήλιου. Ξαφνικά τον "χτύπησε" μιά .. κηλίδα, κάτι που του φάνηκε σαν σωματίδιο σκόνης, που όπως νόμιζε το κινούσε η αναπνοή του. Όμως σχεδόν αμέσως συνειδητοποίησε ότι η κηλίδα είχε κάτι το ξεχωριστό στην κίνησή της, κάτι που τον οδήγησε στην σκέψη ότι δεν την καθοδηγούσε απλά η αναπνοή του, αλλά κατά κάποιο τρόπο παρεκινείτο αυτοτελώς και απρόκλητα η κίνησή της. Περπατούσε, αν και τα πόδια της ήταν αόρατα, προς την κατεύθυνση του μελανιού στο γραπτό του που ακόμη δεν είχε στεγνώσει, αναπηδoύσε μπρος και πίσω, συσπειρωνόταν και, όπως νόμιζε, εμφάνιζε μία ξεκάθαρη τάση επιθυμίας να διατηρήσει την ύπαρξή της.
Ο βαθμός υπερβολής του Frost για την ενδιαφέρουσα επιθυμία αυτής της ασήμαντης κηλίδας να μην πεθάνει, συνίστατο στο ότι ένα αντικείμενο χωρίς ζωή δρούσε σαν να είχε κάποιο συμφέρον, κι' ας μην είχε την απαραίτητη πολυπλοκότητα από την οποία θα ανεδύετο αυθόρμητα η ιδιότητα της ζωής. Με λίγα λόγια αυτή η ασήμαντη κηλίδα, είτε το συνειδητοποιούσε είτε όχι, έτεινε να διατηρήσει την συνέχεια της ύπαρξής της και από εντελώς ασήμαντη μεταστοιχειώθηκε σε αξιοσέβαστο ακάρεο, κι΄ας βρισκόταν ενδεχομένως στο χαμηλότερο επίπεδο του δένδρου της ζωής. Μάλιστα του πέρασε απ' το μυαλό ότι η κηλίδα δεν διέφερε απ' εκείνον, ο οποίος όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί υλοποιούσε επίσης τα συμφέροντά του για την διατήρηση της εγωϊστικής δομής του στο χώρο και στον χρόνο.
Ακολουθεί λοιπόν αυτό το πανέμορφο ποίημα :
A Considerable Speck (by Robert Frost)
A speck that would have been beneath my sight
On any but a paper sheet so white
Set off across what I had written there.
And I had idly poised my pen in air
To stop it with a period of ink,
When something strange about it made me think.
This was no dust speck by my breathing blown,
But unmistakably a living mite
With inclinations it could call its own.
It paused as with suspicion of my pen,
And then came racing wildly on again
To where my manuscript was not yet dry;
Then paused again and either drank or smelt-
With loathing, for again it turned to fly.
Plainly with an intelligence I dealt.
It seemed too tiny to have room for feet,
Yet must have had a set of them complete
To express how much it didn't want to die.
It ran with terror and with cunning crept.
It faltered: I could see it hesitate;
Then in the middle of the open sheet
Cower down in desperation to accept
Whatever I accorded it of fate.
I have none of the tenderer-than-thou
Collectivistic regimenting love
With which the modern world is being swept.
But this poor microscopic item now!
Since it was nothing I knew evil of
I let it lie there till I hope it slept.
I have a mind myself and recognize
Mind when I meet with it in any guise.
No one can know how glad I am to find
On any sheet the least display of mind.
PS. Why don't u try some clicks on the 2 images and on the 3 links?
:)